μουτζούρα

μουτζούρα
η
βλ. μουντζούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γανιά — η [γάνα] 1. η μουτζούρα τού φούρνου 2. οποιαδήποτε μουτζούρα ή μαύρη κηλίδα …   Dictionary of Greek

  • -ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… …   Dictionary of Greek

  • απάνιαστος — «απάνιαστος φούρνος» αυτός που δεν τον καθάρισαν με την πάνα από τη στάχτη και τη μουτζούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πανιαστός < πανιάζω] …   Dictionary of Greek

  • γάνα — η 1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα 2. η μουτζούρα τού φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά 3. οποιαδήποτε κηλίδα 4. ο εξευτελισμός («άνθρωπος τής πομπής και τής γάνας» άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και …   Dictionary of Greek

  • μουντζούρα — και μουτζούρα και μουζούρα, η (Μ μουντζούρα) λέρωμα, βρομιά από κάρβουνα νεοελλ. 1. λεκές από μελάνι, καπνιά ή άλλη βαθύχρωμη ουσία, μαύρη, σκοτεινή κηλίδα 2. στον πληθ. οι μουντζούρες δυσανάγνωστα γράμματα, ορνιθοσκαλίσματα ή ακανόνιστα σχέδια 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”